«…Τέσσερα άτομα βγαίνουν από τη μηχανή του χρόνου. Ο προβολέας πέφτει πάνω τους.
– Ουφ! Βαρέθηκα, κουράστηκα, χρειάζομαι λίγο χρόνο για να πάρω μια ανάσα! (Κοιτάνε το ρολόι τους.) Δεν έχω χρόνο (λένε ταυτόχρονα σαν ρομπότ και επιστρέφουν στους δείκτες…).
…AΣΧΗΜΟΣ: Έχουμε μάθει από μικρά παιδιά να εκμεταλλευόμαστε το χρόνο. Να τον εκμεταλλευόμαστε σε τέτοιο βαθμό, που, αν έχουμε ελεύθερο χρόνο, να μην ξέρουμε τί να τον κάνουμε.
Προσπαθούμε να βρούμε δουλειές που πρέπει να ολοκληρώσουμε ή κάποιο βιβλίο που θέλουμε να διαβάσουμε –εποικοδομητικός χρόνος– οτιδήποτε τέλος πάντων για να μην χαθεί ο χρόνος. Το απλά τίποτα μας φαίνεται τραγικό! Πόσο δύσκολο είναι να μην κάνεις τίποτα; Πόσο δύσκολο είναι να μην σκέφτεσαι καν! Τίποτα (λέει αργά!). Η αλήθεια είναι πως αυτές τις στιγμές του τίποτα, του κενού, της γαλήνης, είσαι τόσο άδειος, που χωράει όλο το σύμπαν μέσα σου. Είναι σαν να σταματάει ο χρόνος και να γίνεται άπειρος. Αιωνιότητα. (Μόλις ακούγεται η λέξη αιωνιότητα οι προβολείς σβήνουν. Το ρολόι σταματάει για λίγο…)»
Κάθε χαρακτήρας αυτού του έργου ζει ανάμεσά μας. Είναι όλοι τους πέρα για πέρα αληθινοί.
Σε αυτό το θεατρικό δοκίμιο έχει απομονωθεί η έννοια του χρόνου σε σχέση με τους ανθρώπους, τις ανάγκες τους, τις αξίες τους, τα ιδανικά τους.