Ο παρών συλλογικός τόμος πραγματεύεται το φαινόμενο της νέας άκρας δεξιάς, όπως αυτό σε ιδεολογικό, σε κομματικό/οργανωτικό και σε πολιτικό/προγραμματικό επίπεδο αποτυπώνεται κατ’ αρχάς σε ώριμες δημοκρατίες της Ευρώπης (Γαλλία, Αυστρία, Ιταλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Μ. Βρετανία, Σκανδιναβικές χώρες) και στις ΗΠΑ. Επιπλέον, η νέα άκρα δεξιά εξετάζεται με επίκεντρο νεότευκτα μετακομμουνιστικά καθεστώτα (Ρωσία, Ρουμανία, Σερβία), τα οποία εισήλθαν σε μια διαδικασία κοινοβουλευτικοποίησης και σταδιακού όσο και ασταθούς εκδημοκρατισμού μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στην Κεντροανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια.
Ο επιμελητής της αγγλικής έκδοσης, Paul Hainsworth, παρομοιάζει την ακροδεξιά με “μια πολύπλοκη αλχημεία”. Η ακροδεξιά, σε επίπεδο ιδεολογικού λόγου, θέσεων πολιτικής και προγραμματικών στοχεύσεων, όπως και σε επίπεδο εκλογικής απήχησης στους ψηφοφόρους, παρουσιάζεται ως ένα μείγμα ετερόκλιτων στοιχείων. Παρότι στο βιβλίο επισημαίνονται οι δυσκολίες ορισμού και ταξινόμησης της ακροδεξιάς, τα πολιτικά της κόμματα εμφανίζονται μεταπολεμικά άλλοτε με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του δεξιού αυταρχισμού δίνοντας έμφαση στα ζητήματα “του νόμου και της τάξης”, άλλοτε με εκείνα του προνοιακού σοβινισμού επιδιώκοντας τον αποκλεισμό των μεταναστών από τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας και άλλοτε με τα γνωρίσματα του λαϊκιστικού αντικρατισμού καταφερόμενα εναντίον των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της πολιτικής ηγεσίας.
Η απροκάλυπτη πρόθεση των ακροδεξιών κομμάτων είναι να αναδιαρθρώσουν το πολιτικό σύστημα και να το μετατοπίσουν προς την κατεύθυνση των δικών τους ιδεών. Στην εκπλήρωση ενός τέτοιου στόχου συμβάλλει σημαντικά η πολιτική ηγεσία τους. Πρόσωπα όπως ο Fini, ο Haider ή ο Le Pen είναι σε θέση, με τις ρητορικές και “μιντιακές” δεξιότητες τους, να κλονίσουν τη δέσμευση ενός μέρους του εκλογικού σώματος στους κανόνες και στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της πλουραλιστικής κοινωνίας.