Πίσω ἀπό τά προσωπεῖα τῆς ὀλοφύρσεως κρύβεται ὁ Διόνυσος, ἄγριος κι ἀγαπητικός συνάμα, ἡγούμενος κι ἔκλυτος, κι αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ οὐσιαστική αἰτία τοῦ ἰδεοτυπικοῦ χαρακτῆρα τῶν ἔνδοξων τραγικῶν μορφῶν. Μές στήν φιλόξενη Σιωπή τοῦ πένθους ἐνοικοῦν ἀκήδευτες Ζωές, τιμωρίες τῶν ἀνίερων ἔργων, καί προπάντων, τό δεινόν ποὖναι ὑπέροχο μά καί τρομαχτικό. Ἐν τούτοις, τό δεινόν εἶναι ἡ Ὀμορφιά, ὁ τρόμος πού δύναται ν’ ἀντέξει ὁ τραγικός ἥρωας, καθώς ἡ Ζωή καθίσταται σπουδαία μόνον ὅταν συμμετέχει στόν Θεϊκό Νοῦ. Ἐμεῖς οἱ Ἄνθρωποι ἀργοῦμε μά, ἡ Σκηνή εἶναι ὁ τραγικός νυμφώνας.
Ὁ τόπος ὁ ἀμείλικτος τῆς αἰφνίδιας διαδοχῆς τῶν Πραγμάτων, τοῦ Ἄχρονου καί τοῦ Νόμου τῆς εἱμαρμένης μέσα ἀπ’ τά ὁποῖα τό Σύμπαν ἐκπορθεῖ τήν εὐταξία. Τό πένθος, μία κλίμακα δίχως τέλος, εἶναι ἡ ἄγρια ἡδονή μιᾶς ἀθέατης, καταστροφικῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ γλῶσσα τοῦ Οὐρανοῦ, γιά ἐτοῦτο, μές στίς ἱερές περιωδυνίες Των, ἡ Ἑκάβη, ὁ Προμηθεύς, ὁ Αἴας, ὁ Ὀρέστης –μέ τόν Διόνυσο νά Τούς ὁρμηνεύει μά καί νά Τούς ἐμπαίζει στό Θεολογεῖο– εἶναι συνάμα Σωματικοί καί Ἅγιοι. Ὁ ὀλολυγμός τοῦ Homo ludens εἶναι ἕνας σαρκασμός στήν Ὕπαρξη, τό ἀντιφάρμακο στήν ἀκινησία τῆς Μνήμης, τό ἅγιο ἀποτύπωμα τῆς αὐτομεμψίας, ἄρα καί τῆς σοφίας, ἀρετές μιᾶς πολύτροπης, πολύφερνης Νοήσεως… Τό πένθος εἶναι ἡ ἀμείλικτη ἀνάκλησις, ἡ ἔντρομη, διαβρωτική ἡδονή, ἡ παράτολμη, δοξαστική κατάδυση στόν Ἅδη, ὁ ἐξόριστος πόθος τῆς ἐγγύτητας πρός τήν τελείωση, ὁ ἰάλεμος τοῦ ἐμμελοῦς ἐξάρχοντος, ὁ ἔσχατος δρόμος πρός τό λοξό, ἀρχέγονο, ἀγέλαστο Φῶς…