«Φτάνουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό της πρωτεύουσας του Ουζμπεκιστάν, της Τασκένδης. Έξω απ’ το βαγόνι έχει μαζευτεί πολύς κόσμος, ακούγονται ελληνικά. Μπαίνει στο κουπέ μας ένας κύριος. Η γιαγιά τον κοιτάει προσεκτικά:
- Παύλε, λέει τελικά, εσύ;!
- Εγώ είμαι, θειά, καλώς ήρθατε!
Ο Παύλος είναι ανιψιός της γιαγιάς απ’ τον Κλειτσό. Αγκαλιές, φιλιά…
Η γιαγιά έχει προχωρήσει: πάει να βρει την κόρη της, τη μητέρα μου. Βγαίνουμε φορτωμένοι με τα πράγματα έξω. Κοιτάω γύρω… Βλέπω τη γιαγιά να ‘χει αγκαλιάσει και να φιλάει μια γυναίκα. «Η μητέρα μου!», καταλαβαίνω.
———————-
- Σύντροφε Μπακόλα. Εμείς περιμένουμε από σένα, τον γιο του αγωνιστή Μπακόλα, να αγωνιστείς κι εσύ για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού, μου εξηγούν. Είσαι Πρόεδρος των Ελλήνων φοιτητών, έχεις άμεση πρόσβαση στον καθένα τους, θα σου λέμε εμείς ποιος είναι ύποπτος και συ θα τον παρακολουθείς!
[…]
- Η άρνησή σου αυτή μπορεί να έχει άσχημες επιπτώσεις στην καρτέρα σου.
Έτσι ξεκίνησε πια ανοιχτός πόλεμος. Με εκβιασμούς και φοβέρες… Δεν είναι εύκολο να μεταδώσεις σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει το αίσθημα ανασφάλειας και αδιεξόδου που σε κυρίευε, όταν σε κυνηγούσαν οι αρχές στη Σοβιετική Ένωση.»