Ο πολίτης, ως κατά σταδιοδρομία δικαστής, ως κατά νομική υποχρέωσή του μέλος ορκωτών δικαστηρίων, ή ως διάδικος, διαμορφώνει την όλη εικόνα τού συστήματος απονομής τής Δικαιοσύνης, ενώ ως ανώτατος δικαστής αποσαφηνίζει τελικά, διά της ερμηνείας του, το περιεχόμενο των διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι Σκανδιναβικές και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου υπάρχει διάχυτος δικαστικός έλεγχος του νομοθετικού έργου, σε αντίθεση προς το κυρίαρχο στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου από ολιγομελές «Συνταγματικό Δικαστήριο» με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και, συχνά, μέλη μη προερχόμενα από το δικαστικό σώμα.
Συνεπώς, στη χώρα μας, μεμονωμένος διάδικος δύναται να προσφύγει απ’ευθείας στον φυσικό δικαστή, έστω και αν, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόκειται για Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας δικαστική προστασία επικαλούμενος αντισυνταγματικότητα του νόμου, για την οποία αποφαίνεται κάθε δικαστής, ακόμη και ειρηνοδίκης. Είναι, ως εκ τούτου, προφανής η επιτακτική ανάγκη διεισδυτικής έρευνας σε όσα ισχύουν στο τρίπτυχο αυτών των εθνικών νομικών συστημάτων σε Βόρειο Αμερική και Ευρώπη, προκειμένου να ενημερώνονται ευρύτερα και πληρέστερα ο νομικός κόσμος και οι ενδιαφερόμενοι πολίτες, ώστε να προχωρούν σε συγκριτικές παρατηρήσεις, σε ακριβείς διαπιστώσεις και, ενδεχομένως, σε εύστοχες προτάσεις που προάγουν το επίπεδο του νομικού πολιτισμού, ή έστω συγκρατούν τη διολίσθησή του υπό το βάρος αλλεπαλλήλων παγκοσμίων κρίσεων, οικονομικών ή υγιειονομικών, με παράλληλη ύπαρξη ακόμη και ενδοευρωπαϊκών ενόπλων συγκρούσεων.
Βέβαια, όσον αφορά τις Σκανδιναβικές χώρες, το γλωσσικό εμπόδιο δημιουργεί τεράστιες δυσχέρειες στην προσέγγιση των νομικών τους συστημάτων, όμως η διεθνώς ευρύτατη γνώση της αγγλικής γλώσσας διευκολύνει σημαντικά τη μελέτη των ισχυόντων στην έννομη τάξη των Η.Π.Α. Με την έννοια αυτή καθίσταται, ενίοτε, δυνατή μεταφραστικώς η παρουσίαση στον ελληνικό νομικό χώρο έργων επιφανών αμερικανών νομικών, με εισαγωγές ή προλεγόμενα που αναδεικνύουν εναργέστερα τις αρετές τους, πέραν, βέβαια, της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για την οποία παραμένει πάντοτε αναγκαία η προσφυγή στο έργο του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου I. Σαρμά «Εμείς ο Λαός» (Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2016).
Μάλιστα δε, με τις δικές τους επιλογές βιβλίων στο πεδίο τού νομικού διανοήματος στις Η.Π.Α., η συμβολή δύο ανωτάτων δικαστών υπήρξε πολύτιμη. Πράγματι, πρόσφατα, η Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικράτειας ε.τ. και ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου προλογίζει το έργο τής κορυφαίας νομικού Ruth Bader Ginsburg (1933-2020) με τίτλο «Δικά μου λόγια» (μετάφραση Μ. Τζιρίτα, έκδ. Άθενς Bookstore, Αθήνα, 2021), ενώ προηγουμένως η Σύμβουλος της Επικράτειας Αικ. Ρωξάνα παρουσίασε με Εισαγωγή και μετάφραση το έργο του καθηγητή Jeffrey Rosen «Το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Οι προσωπικότητες και οι αντιπαραθέσεις που διαμόρφωσαν την Αμερική» και Πρόλογο του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικράτειας Νικολάου Σακελλαρίου (2016-2017) (έκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2016). Η ομολογουμένως απολαυστική ανάγνωση αυτών των δύο έργων αποκαλύπτει στον έλληνα μελετητή την κυρίαρχη δικαστική νοοτροπία και την ουσία του νομικού στοχασμού στις Η.Π.Α., ενός στοχασμού που διακρίνεται για τον πραγματισμό των δικαστών, ιδιαίτερα δε των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ διεγείρει το ενδιαφέρον του έλληνα νομικού και διευρύνει τους ορίζοντες των αναζητήσεών του.
Ακριβώς, στον στοχασμό αυτό, όπως ειδικότερα αναδεικνύεται στο έργο του Jeffrey Rosen και την Εισαγωγή της Αικ. Ρωξάνα, σε συνάρτηση με την ελληνική νομική θεώρηση, εστιάζονται οι σκέψεις που ακολουθούν σχετικά με το καθοριστικό για την εύτακτη λειτουργία της Δημοκρατίας δίπολο «Ανώτατα Δικαστήρια-πολίτης/διάδικος».
[από τα «Προλεγόμενα» του βιβλίου]