Το «έγκλημα» στον Σταθμό Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως ένας αδικαίωτος αγώνας στον βωμό αλλότριων σκοπιμοτήτων.
Στο συλλογικό αυτό βιβλίο πολλοί ειδικοί, αρχαιολόγοι, πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες μηχανικοί, νομικοί, ξεναγοί, δημοσιογράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, που έχουν υποστηριχτεί από επιστημονικούς, κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς φορείς από όλη την υφήλιο, καταθέτουν ως μία ελάχιστη για τις μελλοντικές γενιές επιστημονική, ηθική και κοινωνική οφειλή την επιστημονική γνώση και τη βιωματική εμπειρία τους για την αναγκαιότητα της παραμονής «κατά χώραν» (in situ) του σπάνιου μνημειακού συνόλου που ήρθε στο φως στον Σταθμό Βενιζέλου.
Παραθέτουν ακόμη τα τεκμήρια για την εφικτότητα της τεχνικής λύσης που επέτρεπε να παραμείνουν οι αρχαιότητες αυθεντικές, ακέραιες και αμετακίνητες στη θέση όπου αποκαλύφθηκαν.
Η τεχνική αυτή λύση είχε αρχίσει να εφαρμόζεται κατά τα έτη 2016-2019 και διακόπηκε σε προχωρημένο στάδιο, με φτηνές και αντιεπιστημονικές δικαιολογίες, προκειμένου να επανέλθει η προ του 2015 απόφαση για απόσπαση και σκηνική επανατοποθέτηση των κατατετμημένων αρχαιοτήτων, παραμένοντας ες αεί ως μια διαρκής και μη αναστρέψιμη προσβολή στην Ιστορία, τον αρχαιολογικό πλούτο και τη μνημειακή παρακαταθήκη της Θεσσαλονίκης.
Η επιλογή αυτή, εκτός από την καταστροφή του μοναδικού πολεοδομικού συνόλου της Αρχαιότητας, είχε δύο ακόμη ολέθριες συνέπειες. Κόστισε άλλα τέσσερα χρόνια αδικαιολόγητης καθυστέρησης στο έργο του Μετρό, καθώς αυτό αντί να παραδοθεί το 2020, όπως προέβλεπε το τότε χρονοδιάγραμμα, παραδόθηκε τελικά στο τέλος του 2024.
Κι ακόμη, κόστισε 500 εκατομμύρια ευρώ δημόσιου χρήματος μέχρι σήμερα, επιπλέον από τον αρχικό προϋπολογισμό, που δόθηκαν σαν αποζημιώσεις στους εργολάβους εξαιτίας της καθυστέρησης που προκάλεσαν οι παλινδρομικές κυβερνητικές επιλογές.






