Ο Tractatus Logico-Philosophicus (1921), η βίβλος του φιλοσοφικού κινήματος της λογικής ανάλυσης που δέσποσε τη δεκαετία του 1930, καθιέρωσε τη στροφή προς τη γλώσσα ως το καθαυτό αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας. Οι εφτά κύριες θέσεις του, στην αρίθμηση του συγγραφέα τους είναι:
- Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν.
- Αυτό που συμβαίνει, το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
- Η σκέψη είναι η λογική εικόνα των γεγονότων.
- Η σκέψη είναι η πρόταση με νόημα.
- Η πρόταση είναι μια συνάρτηση αλήθειας των στοιχειωδών προτάσεων.
- Η γενική μορφή μιας συνάρτησης αλήθειας είναι [p, ξ, Ν (ξ)].
- Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει.
Στο έργο του αυτό, που είναι και το μόνο που δημοσίευσε (εκτός από ένα σύντομο άρθρο το 1929), ο Wittgenstein επιχείρησε να δώσει μιαν «οριστική» απάντηση στο καντιανού τύπου ερώτημα: «Πώς είναι δυνατές η γλώσσα και η σκέψη;». Η ολοκληρωμένη και πρωτότυπη απάντησή του στηριζόταν (1) σε μιαν ατομικιστική αντίληψη της γλώσσας και του κόσμου ως συνόλου (τυχαίων) γεγονότων και (2) σε μιαν απεικονιστική θεωρία του νοήματος: η λογική σύνταξη της γλώσσας ήταν ο μεγάλος καθρέφτης της ουσίας του κόσμου. Θεμέλιο της γλώσσας –και ουσία του κόσμου– είναι τα «απλά», τα αναγκαία και ακατάστρεπτα στοιχεία που, συνδυασμένα με ορισμένο τρόπο, συνιστούν τα γεγονότα. Σημείο επαφής της λέξης με τον κόσμο είναι το όνομα. «Το όνομα σημαίνει το αντικείμενο. Το αντικείμενο είναι η σημασία του». Η πρόταση, ως συνδυασμός ονομάτων, απεικονίζει το γεγονός.