Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων αποτελεί ένα ιδιαιτέρως σημαντικό τμήμα της πολιτικής και του δικαίου περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει αποτυπωθεί σε οριζόντιου χαρακτήρα ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται σε τρεις οδηγίες: α) στην οδηγία 2001/42/ΕΚ σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, β) στην οδηγία 2011/92/ΕΕ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον και στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Το κοινό στοιχείο των τριών ως άνω οδηγιών είναι ότι αποτελούν διαδικαστικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η εκτίμηση των επιπτώσεων έργων, σχεδίων και προγραμμάτων στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου.
Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, έτσι όπως περιλαμβάνεται στις τρεις οδηγίες, διακρίνεται από μια νομική και διοικητική πολυπλοκότητα. Αυτό συμβαίνει διότι ως εγγενώς διεπιστημονικός μηχανισμός στηρίζεται σε επιστημονικά, κοινωνικά, πολιτικά και νομικά δεδομένα, τα οποία διαπλέκονται μεταξύ τους.
Ενώ παρήλθαν δεκαετίες από τη θέση σε εφαρμογή των ως άνω οδηγιών, οι γνώμες συνεχίζουν να διχάζονται αναφορικά με το κατά πόσο ή σε ποιο βαθμό η προβλεπόμενη σε αυτές περιβαλλοντική εκτίμηση συνέβαλε στη σκοπούμενη προστασία του περιβάλλοντος. Πάντως, οι κριτικές που διατυπώθηκαν δεν έθεσαν σε αμφισβήτηση τις οδηγίες, απεναντίας επικεντρώνονται στη βελτίωση ή την αποσαφήνιση των διατάξεών τους ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική η εφαρμογή τους. Η παρούσα εργασία εντάσσεται σε αυτή την προβληματική.