Ως επί το πλείστον, στη δημόσια συζήτηση η μεταναστευτική παρανομία αντιμετωπίζεται ως μια πραγματικότητα απλώς υπαρκτή. Το παρόν βιβλίο υποβάλλει σε κριτική αυτόν ακριβώς τον δεδομένο χαρακτήρα της. Πώς φτάνουν ορισμένοι άνθρωποι να διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους και να ταξινομούνται ως «παράνομοι»; Πώς, με την αποφασιστική συμβολή της κρατικής εξουσίας, συγκροτείται ο διαχωρισμός μεταξύ «κανονικών» πολιτών και «παράνομων ξένων»; Πώς, εντέλει, μορφοποιείται στη σημερινή Ελλάδα το λεγόμενο «πρόβλημα» της «παράνομης» μετανάστευσης; Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν το σημείο εκκίνησης του παρόντος βιβλίου. Το υλικό για τη διερεύνησή τους αντλείται από διαφορετικές πλευρές του δημόσιου λόγου (νομικού, επιστημονικού, των μέσων ενημέρωσης). Στόχος της ανάλυσης είναι να εντοπίσει και να παρουσιάσει τις νοηματοδοτήσεις και τις διαιρετικές πρακτικές διαμέσου των οποίων παράγεται κοινωνικά η μεταναστευτική παρανομία.
Η σφραγίδα της παρανομίας και ο ριζικός αποκλεισμός που αυτή συνεπάγεται φανερώνουν και την ίδια στιγμή αποτελούν πλευρές ενός ιστορικά συγκροτημένου καθεστώτος σχέσεων εξουσίας, ενός συσχετισμού ισχύος ο οποίος επιτρέπει αυτό το σφράγισμα. Ακριβώς γι’ αυτό, η μεταναστευτική παρανομία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια πολιτική συνθήκη εγγεγραμμένη στον μη-προδιαγεγραμμένο ορίζοντα της ιστορίας. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, πως επιδέχεται έμπρακτη κριτική.