Από τις τρεις Κριτικές του Kant που εθεμελίωσαν στα τέλη του 18ου αιώνα τη φιλοσοφική σκέψη σε νέες αρχές και άνοιξαν τους ορίζοντες για το μέγα κίνημα του Γερμανικού Ιδεαλισμού, της Κριτικής του καθαρού λόγου (1781Α, 1787Β), την Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και την Κριτική της κριτικής δυνάμεως (1790), η πρώτη Κριτική είναι ασφαλώς η πιο γνωστή αλλά και η λιγότερο δημοφιλής, γιατί ξεσκεπάζει βαθύτατα ριζωμένες γνωστικές προκαταλήψεις και αναγκάζει τη σκέψη ν’ ακολουθήσει νέους δρόμους που οδηγούν συχνά σ’ ένα αδιαπέραστο δάσος εννοιολογικών όρων και σχημάτων, για το οποίο χρειάζεται, χωρίς άλλο, ειδικός οδηγός και πλούσιος ερμηνευτικός υπομνηματισμός.
Και όμως, η Κριτική αυτή εισάγει τόσο μεθοδικά στα γνωσιολογικά, οντολογικά, κοσμολογικά και μεθοδολογικά θέματα, ώστε, παρ’ όλη τη σκοτεινότητα και την εξάρτησή της από το πνεύμα, τους όρους και την εννοιολογική γλώσσα της εποχής που γράφτηκε, να αποτελεί ακόμα και σήμερα άριστο μέσο φιλοσοφικού προσανατολισμού και άσφαλτο οδηγό στους δαιδαλώδεις δρόμους και στα αδιέξοδα που κατέληγε η φιλοσοφική σκέψη, κάθε φορά που θέλησε να αγνοήσει τις ανθρώπινες δυνατότητες και τα όριά τους.