Ἀδιαμφισβήτητα, μέσα ἀπό τήν εἰρωνεία τῆς Ἀπόκλισης, τή δύναμη τῆς ὕστατης ἀπογύμνωσης, τήν Αἰσθητική τῆς πενιχρότητος –scantiness–frugality ἡ Τραγωδία ἀποτελεῖ τό ἀνυπέρβλητο σύμβολο τῆς ἐντροπίας, τό καθολικό ἀντιφάρμακον ἀπέναντι στή δημαγωγία τῆς Ταυτότητας καί τῆς Πολιτισμικῆς Λήθης. Τό κονταροχτύπημα τοῦ τραγικοῦ ἥρωα μέ τόν Θάνατο εἶναι ἡ πεμπτουσία τοῦ Ἀνθρώπινου, τό ἀποκορύφωμα τοῦ Ὑπαρξιακοῦ, ἐκείνη ἡ Ἀντιγόνεια ὑπέρτατη χλεύη πού συνεπάγεται μία σύγκριση μέ τό ἀνόργανο τό ὁποῖο δέν δύναται μήτε νά περιγελάσει, μήτε νά ὑπερκεράσει τό Θεῖον. Μόνον διά τῆς βακχείας δύναται ὁ ἀμφισβητίας ἥρωας νά ἐγκαταλείψει, νά ἀπεκδυθεῖ τήν ὀργανική αὐτοκυριαρχία τοῦ Εἶναι Του καί νά ἀποτινάξει τούς ἐγκόσμιους δεσμούς Του. Εἶναι τό αὐτόβουλο πάθος –αὐτόγνωτος– μία ἄγρια, ἀδάμαστη αὐτονομία τῆς παρόρμησης πού ὁδηγεῖ στόν ὄλεθρο, μία ὀργίλη μανιώδης αὐτοαναγνώριση πού στοχεύει στόν ἀφανισμό. Μακρυά ἀπό τήν ἁρμονική, ἀλλά θαμασμένη φλόγα τῆς ἑστίας, ὁ τραγικός ἥρωας μέσα στήν ἱερή Του μανία, ὡς ἀντίθεος ἐκπορθεῖ τήν Αὐτογνωσία Του καί ὁ ἴδιος μετουσιώνεται σέ παρανάλωμα τῶν πρωταρχικῶν στοιχείων τῆς ζωτικῆς δύναμης που Τόν συνδέουν μέ τούς Θεούς κι ἐπιζητᾶ μαζί Τους ἀενάως, μιά θανάσιμη πάλη.
Τό ὑπέρτατο διακύβευμα τῆς Τραγικῆς Τέχνης – μόλις γεννιέται ὁ ρόλος κηδεύεται γιατί δέν θα σακρωθεῖ ποτέ ξανά, μές στή φθαρτή Ἀθανασία του! – εἶναι νά φθάσει στό Ἀπέραντο Κενό. Ἡ ὀντολογία τῆς ὀδύνης ἀποτρέπει ἀπό τό να ὁρίζει ἡ ἀπόγνωση τῆς κλίνης-τάφου τήν ἐξαίσια Ζωή τοῦ τραγικοῦ ἥρωας ἀλλά, νά Τήν σημαδεύει ὁ ἔνθεος Ἔρως πρός τό ἄλλον ὡς τό ὄχημα ἐξιλέωσης ἐν τέλει, πρός μιά Συμπαντική, Ἀδιάψευστη κι Ἀπαρασάλευτη Ἀθανασία. Τό μόνον ἀνθηφόρον μένος –φρικτό ἀντίδωρον τοῦ Δονύσου, τοῦ ὀλοφυρόμενου ἀγγέλου τῶν νυχτερινῶν κραυγῶν– μέσα ἀπό τή Βαχεία καί τή Λύπη ὁδηγεῖ στήν Αἰώνια ἀπό-σχιση τοῦ τραγικοῦ ἥρωα ἀπό τό ἐφήμερον καί σημαίνει ἐπιτέλους, τή μετά-θεση Του στήν Ἐλευθερία.