
Ὁ Σπῦρος Ἰ. Νικολάου γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1930. Μετὰ τὶς γυμνασιακὲς σπουδές του, εἰσῆλθε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβε τὰ πτυχία Νομικῆς καθὼς καὶ Πολιτικῶν καί Οἰκονομικῶν Ἐπιστημῶν, ἀφοῦ δὲ ἐκπλήρωσε τὶς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις, ὑπηρετήσας ὡς ἀξιωματικὸς στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό, μετέβη ὡς ὑπότροφος τοῦ Ἱδρύματος Κρατικῶν Ὑποτροφιῶν στὸ Παρίσι, ὅπου ἀκολούθησε σπουδὲς δημοσίου δικαίου. Τὸ 1958, εἰσῆλθε στὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας, ὅπου σταδιοδρόμησε μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ Συμβούλου. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Δικτατορίας μετέσχε σὲ δύο ἀντιστασιακὲς ὀργανώσεις, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ δεύτερη ἔπαιξε σοβαρὸ ρόλο στὴν πτώση τῆς Χούντας καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Δημοκρατίας. Μετὰ τὴ μεταπολίτευση, ἐχρημάτισε Νομικὸς Σύμβουλος τοῦ Πρωθυπουργοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ καί τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας Μιχαῆλ Στασινοπούλου, συνεργασθεὶς καὶ μὲ τοὺς ἀρμοδίους κυβερνητικοὺς παράγοντες στὴν ἐκπόνηση τοῦ Σχεδίου τοῦ Συντάγματος καὶ τὴν τελικὴ διαμόρφωσή του, καθὼς καὶ σὲ σειρὰ νομοθετημάτων γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ νέων διατάξεών του. Τὸ 1984, μετέσχε σὲ μία ὁμάδα μελῶν τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας, τὰ ὁποῖα, ἐν ὄψει τῆς ἤδη ἔκτοτε ἐμφανιζομένης, σέ μεγάλο βαθμό, ἀγνοίας ἤ κακομεταχείρισης τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, θέλησαν νὰ ἐνισχύσουν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ γνώση της καὶ τὴ διάδοση τῶν ἱστορικῶν σπουδῶν καὶ ἐρευνῶν. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ἵδρυσαν τὴν Ἑταιρεία Μελέτης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, τῆς ὁποίας διετέλεσε ἐπί τριακονταετία καί πλέον γενικὸς γραμματέας, μετέχοντας καὶ ὁ ἴδιος μὲ ἄρθρα καὶ διαλέξεις στὸ ἔργο της. Τὸ 2021 ἐξέδωσε τὸ βιβλίο Νεώτερος Ἑλληνισμὸς: Διαλεκτικὲς προσεγγίσεις σὲ κρίσιμα ζητήματα τῆς ἱστορικῆς του πορείας (Ἐκδόσεις Ἀγγελάκη, Ἀθήνα).